Superati i 51 anni, il pensiero scansa la stanchezza e si rifugia nei sogni di 30 anni or sono, tornando al giorno in cui raggiunsi la maggior età. Quel giorno mi dissi che avrei viaggiato in tutti quei luoghi esotici e lontani che mi attiravano con promesse di appagamento di ogni specie.
E di viaggi ne ho fatti, ma raramente quelli che avrei sperato. Solo adesso, entrando nel secondo mezzo secolo della mia vita, accetto che va bene lo stesso non essere andata alle Maldive, non aver preso l’Orient Express, non aver soggiornato al Ritz. Forse farò ancora in tempo e forse non me n’importa neanche più tanto.
I viaggi sono stati altri, spesso faticosi, come il primo lungo cammino che mi aspettava dopo quel fatidico compleanno. Un crudo e buio viaggio verso la maturità, tenendo per mano un padre che chiudeva il suo soggiorno terreno ben troppo presto.
Così, nel mio diario di viaggio, stipo ricordi che non si catturano con la macchina fotografica … le voci dei miei avi siciliani che vibrano tra i ruderi di Selinunte … lo sguardo dei ragazzi di strada di Johannesburg, venuti da noi e restii a tornare nella loro terribile realtà … le lacrime dei veterani dello sbarco a Pachino tornati su quella stessa spiaggia a distanza di 60 anni … la neve che fiocca sul filo spinato di Auschwitz … la paura dei miei compagni di viaggio nella malattia che, avendo portato via mio padre, tornò a chiamare anche me. Ma io feci orecchie da mercante.
Angela Arnone. "Diario di viaggio". | Κλείνοντας το 51ο έτος της ηλικίας μου, η σκέψη μου κάνει πέρα την κούραση και βρίσκει καταφύγιο στα όνειρα που έκανα παλιά στα 30 μου, γυρνώντας στη μέρα που ενηλικιώθηκα. Εκείνη τη μέρα είχα πει στον εαυτό μου ότι θα ταξίδευα σε όλα εκείνα τα μακρινά εξωτικά μέρη που με τραβούσαν με τις υποσχέσεις τους για κάθε είδους απόλαυση.
Ταξίδια έκανα, αλλά σπάνια αυτά που περίμενα. Μόνο τώρα, μπαίνοντας στο δεύτερο μισό της ζωής μου, παραδέχομαι ότι το ίδιο κάνει που δεν πήγα ποτέ στις Μαλβίδες, που δεν πήρα το Όριεντ Εξπρές, που δεν έμεινα στο Ριτζ. Ίσως κάποια στιγμή να το κάνω, ή ίσως δε με νοιάζει πια και τόσο πολύ.
Τα ταξίδια ήταν άλλα, συχνά κουραστικά, όπως ο μακρύς δρόμος που με περίμενε μετά από εκείνα τα μοιραία γενέθλια. Ένα ανώμαλο και σκοτεινό ταξίδι προς την ωριμότητα, κρατώντας απ’ το χέρι έναν πατέρα που η ζωή του σ' αυτή τη γη τελείωνε υπερβολικά νωρίς.
Έτσι, γεμίζω το ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο με αναμνήσεις που δεν απαθανατίζονται με τη φωτογραφική μηχανή: τις φωνές των Σικελών προγόνων μου που αντηχούν ανάμεσα στα ερείπια του Σελινούντα, το βλέμμα των παιδιών του δρόμου στο Γιοχάνεσμπουργκ που μας πλησίαζαν κι έπειτα επέστρεφαν απρόθυμα στη θλιβερή πραγματικότητά τους, τα δάκρυα των βετεράνων της εισβολής του ’43 στο Πακίνο που επέστρεψαν στην ίδια εκείνη ακτή όπου είχε αποβιβαστεί ο στρατός 60 χρόνια πριν, το χιόνι που πέφτει στο αγκαθωτό συρματόπλεγμα του Άουσβιτς, το φόβο των συνταξιδιωτών μου στην αρρώστια που, έχοντας πάρει τον πατέρα μου, επέστρεψε για να φωνάξει κι εμένα. Αλλά εγώ κάνω πως δεν την ακούω.
Άντζελα Αρνόνε, «Ταξιδιωτικό ημερολόγιο».
|