The deadline for voting on entries in this language pair has passed. The winner(s) in this pair will soon be announced, if enough votes have been received. Source text in Russian Солнце было в зените. Медный от пыли диск висел в центре белесого, нечистого неба, ублюдочная тень корчилась и топорщилась под самыми подошвами, то серая и размытая, то вдруг словно оживающая, обретающая резкость очертаний, наливающаяся чернотой и тогда особенно уродливая. Никакой дороги здесь и в помине не было -- была бугристая серо-желтая сухая глина, растрескавшаяся, убитая, твердая, как камень, и до того голая, что совершенно не понятно было, откуда здесь берется такая масса пыли.
Ветер, слава богу, дул в спину. Где-то далеко позади он засасывал в себя неисчислимые тонны гнусной раскаленной пороши и с тупым упорством волочил ее вдоль выжженного солнцем выступа, зажатого между пропастью и Желтой стеной, то выбрасывая ее крутящимся протуберанцем до самого неба, то скручивая туго в гибкие, почти кокетливые, лебединые шеи смерчей, то просто катил клубящимся валом, а потом, вдруг остервенев, швырял колючую муку в спины, в волосы, хлестал, зверея, по мокрому от пота затылку, стегал по рукам, по ушам, набивал карманы, сыпал за шиворот…
Ничего здесь не было, давно уже ничего не было. А может быть, и никогда. Солнце, глина, ветер. Только иногда пронесется, крутясь и подпрыгивая кривляющимся скоморохом, колючий скелет куста, выдранного с корнем бог знает где позади. Ни капли воды, никаких признаков жизни. И только пыль, пыль, пыль, пыль…
Время от времени глина под ногами куда-то пропадала, и начиналось сплошное каменное крошево. Здесь все было раскалено, как в аду. То справа, то слева начинали выглядывать из клубов несущейся пыли гигантские обломки скал – седые, словно мукой припорошенные. Ветер и жара придавали им самые странные и неожиданные очертания, и было страшно, что они вот так – то появляются, то вновь исчезают, как призраки, словно играют в свои каменные прятки. А щебень под ногами становился все крупнее, и вдруг россыпь кончалась, и снова под ногами звенела глина. | There were 3 entries submitted in this pair during the submission phase.Entries may now be compared and ranked by peers to determine the winner(s).
Contestants may not include their own entries among those they designate as the top three in this pair. | Ο ήλιος ήταν στο απόγειό του. Ο δίσκος, χάλκινος από τη σκόνη, αιωρούνταν στο κέντρο του ασπρισμένου, ακάθαρτου ουρανού, η μπασταρδεμένη σκιά συστρεφόταν και διογκωνόταν ακριβώς κάτω από τα πέλματα, είτε γκρίζα και αραιωμένη, είτε ξαφνικά, σαν να ασχήμυνε ιδιαίτερα ζωντανεύοντας, αποκτώντας την εστίαση της σιλουέτας της και γεμίζοντας μαύρο. Εδώ απουσίαζε κάθε ίχνος δρόμου – μόνο οζώδης, γκρίζο-κίτρινος ξερός πηλός, ραγισμένος, νεκρός, συμπαγής σαν πέτρα, και τόσο άγονος (στερεός) που κάποιος θα αναρωτιόταν από που προέρχεται τόση σκόνη. Ο άνεμος - δόξα τω Θεό – φυσούσε από πίσω. Κάπου πίσω μακριά, αναρροφούσε αμέτρητους τόνους φρικτού πυρακτωμένου φρέσκου χιονιού και τους έσερνε με τυφλό πείσμα, παραπλεύρως του ηλιοκαμένου χείλους, στριμωγμένου μεταξύ της αβύσσου και του Κίτρινου τοίχου. Μια έριχνε το χιόνι σε μορφή στροβιλισμένων προεξοχών ακριβώς μέχρι τον ουρανό, μια το μετέπλαθε σε καταιγίδες με ευέλικτους, σχεδόν εύμορφους λαιμούς κύκνων, ή απλά το έσερνε σε στροβιλισμένα μεγάλα κύματα. ‘Υστερα, ξαφνικά εξοργισμένος, εξακόντιζε το ακανθώδες αλεύρι στις πλάτες και στα μαλλιά, ρίχνοντάς το μέσα από το κολάρο και γεμίζοντας τις τσέπες, μαστίγωνε εξαγριωμένος το βρεγμένο από τον ιδρώτα σβέρκο, καμουτσίκιζε τα χέρια, τα αυτιά. Τίποτα δεν υπήρχε εδώ, απολύτως τίποτα και για πολύ καιρό. Μπορεί και ποτέ πριν. Ο ήλιος, ο πηλός, ο άνεμος. Μόνο μερικές φορές, περιστρέφοντας και αναπηδώντας σαν τον παλιάτσο με γκριμάτσες, ορμίζει ένας ακανθώδης σκελετός ενός θάμνου, ξεριζωμένου κάπου όπου γνωρίζει μόνο ο Θεός. Ούτε σταγόνα νερού υπήρχε, ούτε σημαδια ζωής. Μονάχα σκόνη, σκόνη, σκόνη, σκόνη... Κατά καιρούς ο πηλός κάτω από τα πόδια εξαφανιζόταν κάπου και αντικαθίστατο από το συμπαγές μείγμα χαλικιού. Τα πάντα εδώ ήταν πυρακτωμένα όπως στην κόλαση. Μια από δεξιά και μια από αριστερά, τα τεράστια, γκρίζα, αλευρωμένα τεμάχια των βράχων άρχιζαν να εμφανίζονται μέσα από τα μεγάλα κύματα ορμώμενης σκόνης. Ο άνεμος και ο καύσωνας τους έδωσαν τις πιο περίεργες και ασυνήθιστες σιλουέτες. Ήταν τρομακτικό ότι αυτές οι σιλουέτες μια εμφανίζονταν μια εξαφανίζονταν σαν τα φαντάσματα που παίζουν το δικό τους λίθινο κρυφτό. Εν τω μεταξύ το χαλίκι κάτω από τα πόδια μεγάλωνε και απότομα το έδαφος άλλαζε και πάλι κουδούνιζε από κάτω ο πηλός. | Entry #22264 — Variant: Not specifiednone
| Ο ήλιος ήταν στο αποκορύφωμά του, σαν χαλκινού-χρώματος δίσκος κρέμασμένος στη μέση του μουντού ουρανού. Μια αποκρουστική σκιά στριμμένη και συρρικνωμένη καταγής, ένα λεπτό γκρι και δυσδιάκριτο και στη συνέχεια, σάν ξαφνική αναβίωση, πιο έντονη, πιο σκοτεινή και ως εκ τούτου ιδιαίτερα άσχημη. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος του δρόμου, μόνο ένας άμορφος γκρι-κίτρινος αποξηραμένος πηλός στην επιφάνεια. Ραγισμένος, άψυχος, από πέτρα και σκληρός, τόσο γυμνός όσο δεν ήταν σαφές από που μια τέτοια μάζα σκόνης που θα μπορούσε να έρχεται. Ο άνεμος, δόξα τω Θεώ, φυσούσε από πίσω. Κάπου μακριά πίσω από αυτό οπου θα απορροφούν τις ανείπωτες μάζες ειδεχθής ζεστής σκόνης, σύροντάς με απόλυτο πείσμα κατά μήκος της, καμενος από τον ήλιο που πιέζεται μεταξύ γκρεμού και κίτρινου τοίχου. Στη συνέχεια θα ρίξει είτε τη σκόνη επάνω προς τον ουρανό ή θα το περιστρέφετε σε λεπτός, σχεδόν γοητευτικό ανεμοστρόβιλοι, που έμοιαζε με το λαιμό Κύκνου, ή απλά να το ρολό σε ένα θολό μάζα, και στη συνέχεια, όπως και αν ξαφνικά εξόργισε, ρίξει το φραγκοσυκιές στάχτη στα πλάτη και τα μαλλιά κάποιου ή κάθετος άγρια στον αυχένα του κάποιου ιδρωμένος λαιμό, τα χέρια και τα αυτιά, θα stuff τσέπες και να διαρρεύσει πίσω από το γιακά κάποιου... Έχει υπάρξει τίποτα εδώ, απλά τίποτα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και ίσως, ποτέ δεν ήταν. Ο ήλιος, πηλό, άνεμος. Μερικές φορές ήταν μόνο ένα ακανθώδες σκελετό ενός θάμνου που ξεριζώνονται στη μέση του πουθενά, πίσω από το ορμώντας από ως ένα περιστρεφόμενο, γερός, μορφασμοί παλιάτσος. Ούτε μια σταγόνα του νερού και δεν υπάρχουν ενδείξεις ζωής. Μόνο σκόνη, μόνο σκόνη, παρά σκόνη... Κατά καιρούς ο πηλός καταγής θα εξαφανιστεί κάπου και massif των Θρυμματισμένο χαλίκι θα εμφανίζομαι αντί. Τα πάντα εδώ ήταν λευκό-ζεστό σαν στην κόλαση. Τώρα σχετικά με το δικαίωμα, στη συνέχεια στα αριστερά κάποια τεράστια θραύσματα των απότομων βράχων-γκρι, σαν πασπαλισμένες με αλεύρι, κοίταξε έξω από τα σύννεφα ορμήξει σκόνη. Η wind και θερμότητας με μετέτρεψε σε τα πιο παράξενα και ανυποψίαστο σχήματα, και ήταν τρομακτικό thatnow θα εμφανίζονται ακριβώς έτσι και στη συνέχεια θα εξαφανιστεί και πάλι ως φαντάσματα, ως ifplaying κρυφτό με βράχια. Αλλά το χαλίκι καταγής θα γίνονται μεγαλύτερα, και ξαφνικά θα τελείωνε το χαλίκι-σκορπισμένα έδαφος και αργίλου θα τραγουδήσω πάλι κάτω από τα πόδια μας. | Entry #22265 — Variant: Not specifiednone
| Ο ήλιος ήταν στο απόγειό του. Ο χάλκινος από τη σκόνη δίσκος αιωρούνταν στο κέντρο του υπόλευκου θολού ουρανού, μια σιχαμερή σκιά μαζευόταν και απλωνόταν κάτω από τα πέλματα, πότε γκρίζα και ξεπλυμένη και πότε ξάφνου αναστημένη αποκτούσε έντονο περίγραμμα και πλημμύριζε από σκοτεινιά που την έκανε ιδιαίτερα αποκρουστική. Εδώ δεν είχε δρόμο ούτε κατά διάνοια – είχε μια κακοτράχαλη σταχτοκίτρινη λάσπη, ρυτιδωμένη, σπασμένη, σκληρή σαν πέτρα και τόσο γυμνή που ήταν αδύνατο να καταλάβεις από πού έρχεται όλος αυτός ο όγκος της σκόνης. Ο αέρας φυσούσε -δόξα τω Θεώ – από πίσω. Κάπου μακριά εκεί πίσω ρουφούσε μέσα του αναρίθμητους τόνους ελεεινής πυρακτωμένης σκόνης και με ανένδοτο πείσμα τη σβάρνιζε σε όλο το μήκος του πυρωμένου από τον ήλιο ανοίγματος που στριμωχνόταν ανάμεσα στο γκρεμό και το Κίτρινο τείχος, εκτοξεύοντάς την πότε με στροβιλιζόμενα νεφελώματα που υψωνόταν ως πάνω στον ουρανό, πότε πλέκοντάς την σε εύπλαστους -σχεδόν ναρκισσευόμενους σαν κυκνίσιους λαιμούς – στροβίλους και πότε την κυλούσε σε 'βαρελάκια” και, ύστερα, λυσσομανώντας ξαφνικά εκσφενδόνιζε την αγκαθωτή σκόνη σε πλάτες, μαλλιά, βίτσιζε θεριακωμένος τον υγρό από τον ιδρώτα σβέρκο, μαστίγωνε τα χέρια, τα αυτιά, γέμιζε τις τσέπες, περνούσε μέσα απ' το γιακά... Τίποτε δεν είχε εδώ, από καιρό δεν υπήρχε τίποτε. 'Ισως και ποτέ. 'Ηλιος, λάσπη, άνεμος. Από καιρό σε καιρό μονάχα θα περάσει κατρακυλώντας και αναπηδώντας με καμώματα τσιρκολάνου ο αγκαθωτός σκελετός κανενός θάμνου ξεριζωμένου κάπου εκεί πίσω -ένας Θεός ξέρει πού. Ούτε σταγόνα νερού, ούτε σημεία ζωής. Και μόνο σκόνη, σκόνη, σκόνη.... Πότε πότε, η λάσπη χανόταν κάτω από τα πόδια και άρχιζε ένα ατέλειωτο γαρμπίλι. Τα πάντα ήταν πυρωμένα εδώ, σαν στην κόλαση. Πότε από δεξιά και πότε από αριστερά, άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους μέσα από τα σύννεφα της φερόμενης σκόνης γιγαντιαία κομμάτια βράχων – γκριζαρισμένα, πασπαλισμένα θαρρείς με αλεύρι. Ο άνεμος και η κάψα τους έδιναν τα πιο περίεργα και αναπάντεχα περιγράμματα και ήταν φοβερό το ότι... έτσι απλά... πότε φανερώνονται και πότε ξαναχάνονται, σαν φαντάσματα, θαρρείς και παίζουν το πέτρινο κρυφτούλι τους. Κι η κροκάλα κάτω από τα πόδια γινόταν όλο και πιο χοντρή και ξάφνου το πετρώδες έδαφος τελείωνε και άρχιζε και πάλι να αντηχεί κάτω από τα πόδια η λάσπη. | Entry #22190 — Variant: Not specifiednone
| | | | | X Sign in to your ProZ.com account... | | | | | | ProZ.com translation contestsProZ.com translation contests offer a fun way to take a break from your normal routine while testing and honing your skills with fellow translators.
ProZ.com Translation Contests. Patent pending. |